- πλήττοντας
- πλήσσωstruck with terrorpres part act masc acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάρνος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντης από την Ακαρνανία. Τον σκότωσαν οι Ηρακλείδες όταν εισέβαλαν στην Πελοπόννησο και οι θεοί τούς τιμώρησαν πλήττοντας με λοιμό τον στρατό τους. Σύμφωνα με μία εκδοχή, οι Ηρακλείδες, για να εξιλεωθούν, καθιέρωσαν τα… … Dictionary of Greek
καταιχμάζω — (Α) χτυπώ συνεχώς με την αιχμή, καταβάλλω πλήττοντας με το δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰχμάζω «χτυπώ με το δόρυ» (< αἰχμή)] … Dictionary of Greek
παρής — Μυθικός ήρωας φρυγικής καταγωγής, γιος του βασιλιά της Τροίας Πριάμου και της Εκάβης. Ύστερα από ένα προφητικό όνειρο που προέλεγε ότι ο Π. θα γινόταν υπαίτιος της καταστροφής της Τροίας, οι γονείς του άφησαν έκθετο το βρέφος στο όρος Ίδα, όπου… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek